ταυροσφάγῳ

ταυροσφάγῳ
ταυροσφάγος
bull-slaughtering
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταυροσφαγώ — έω, Α [ταυροσφάγος] 1. σφάζω ταύρο 2. (κυρίως φρ.) «ταυροσφαγῶ ἐς σάκος» κόβω τον λαιμό τού ταύρου και δέχομαι το αίμα του στο κοίλο τμήμα τής ασπίδας (Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”